DECEL , décél = décélération - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

DECEL , décél = décélération - translation to ρωσικά


DECEL., décél. = décélération      
замедление; торможение; отрицательная перегрузка
décélération      
{f}
уменьшение скорости движения; замедление
déceler      
обнаруживать/обнаружить, раскрывать/раскрыть;
déceler des traces de poison - обнаружить следы яда;
déceler un mensonge - обнаружить ложь;
déceler les intentions de qn - разгадывать/разгадать чьи-л. намерения;
указывать/указать (на + A); свидетельствовать (о + P); выдавать /выдать;
rien ne décelait sa présence - ничто не выдавало его присутствия;
tout dans son attitude décèle l'inquiétude - по его поведению чувствуется, насколько он обеспокоен